Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτολεμαϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πτολεμαϊκ
ός
η
πτολεμαϊκ
ή
το
πτολεμαϊκ
ό
γενική
του
πτολεμαϊκ
ού
της
πτολεμαϊκ
ής
του
πτολεμαϊκ
ού
αιτιατική
τον
πτολεμαϊκ
ό
την
πτολεμαϊκ
ή
το
πτολεμαϊκ
ό
κλητική
πτολεμαϊκ
έ
πτολεμαϊκ
ή
πτολεμαϊκ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πτολεμαϊκ
οί
οι
πτολεμαϊκ
ές
τα
πτολεμαϊκ
ά
γενική
των
πτολεμαϊκ
ών
των
πτολεμαϊκ
ών
των
πτολεμαϊκ
ών
αιτιατική
τους
πτολεμαϊκ
ούς
τις
πτολεμαϊκ
ές
τα
πτολεμαϊκ
ά
κλητική
πτολεμαϊκ
οί
πτολεμαϊκ
ές
πτολεμαϊκ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πτολεμαϊκός
<
Πτολεμαῖος
Επίθετο
επεξεργασία
πτολεμαϊκός, -ή, -όν
ο αναφερόμενος ή αυτός που ανήκει στον Πτολεμαίο Α΄, ή στο βασιλικό γένος των Πτολεμαίων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
πτολεμαϊκά
Πτολεμαῖα