πτερυγωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πτερυγωτός < πτέρυγα
Επίθετο επεξεργασία
πτερυγωτός, -η, -ο
- αυτός που φέρει πτέρυγες
- αυτός που έχει διαμόρφωση πτέρυγας
Μεταφράσεις επεξεργασία
πτερυγωτός
|
πτερυγωτός, -η, -ο
|