Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτερυγωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πτερυγωτ
ός
η
πτερυγωτ
ή
το
πτερυγωτ
ό
γενική
του
πτερυγωτ
ού
της
πτερυγωτ
ής
του
πτερυγωτ
ού
αιτιατική
τον
πτερυγωτ
ό
την
πτερυγωτ
ή
το
πτερυγωτ
ό
κλητική
πτερυγωτ
έ
πτερυγωτ
ή
πτερυγωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πτερυγωτ
οί
οι
πτερυγωτ
ές
τα
πτερυγωτ
ά
γενική
των
πτερυγωτ
ών
των
πτερυγωτ
ών
των
πτερυγωτ
ών
αιτιατική
τους
πτερυγωτ
ούς
τις
πτερυγωτ
ές
τα
πτερυγωτ
ά
κλητική
πτερυγωτ
οί
πτερυγωτ
ές
πτερυγωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πτερυγωτός
<
πτέρυγα
Επίθετο
επεξεργασία
πτερυγωτός, -η, -ο
αυτός που φέρει πτέρυγες
αυτός που έχει διαμόρφωση πτέρυγας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πτερυγωτός