πρόσραμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόσραμμα < ελληνιστική κοινή πρόσραμμα < προσράπτω < αρχαία ελληνική πρός + ῥάπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσραμμα ουδέτερο
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσράπτω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρόσραμμα
|