καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρωτοκολλιστής οἱ πρωτοκολλισταί
      γενική τοῦ πρωτοκολλιστοῦ τῶν πρωτοκολλιστῶν
      δοτική τῷ πρωτοκολλιστ τοῖς πρωτοκολλισταῖς
    αιτιατική τὸν πρωτοκολλιστήν τοὺς πρωτοκολλιστάς
     κλητική ! πρωτοκολλιστά πρωτοκολλισταί
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοκολλιστής < πρωτοκολλῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.to.ko.liˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐κολ‐λι‐στής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοκολλιστής αρσενικό (καθαρεύουσα)

  • (επάγγελμα) άλλη μορφή του πρωτοκολλητής
    ※  Διορίζονται παρὰ τῆς Γερουσίας δύω Συντάκται ἐκτὸς τῶν μελῶν αὐτῆς, εἷς πρωτοκολλιστὴς, ἐκτελῶν τὰ ἔργα γραφέως, εἷς ἢ δύω ἀντιγραφεῖς, εἷς ἀρχικλητὴρ καὶ τέσσαρες κλητῆρες·
    Β.Δ. 25.843, 1857 στο Πρακτικά των συνεδριάσεων της Γερουσίας κατά την πρώτην σύνοδον της πέμπτης βουλευτικής περιόδου, Εν Αθήναις, Εκ του Δημόσιου Τυπογραφείου, σελ. 10