↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτογεωμετρικός η πρωτογεωμετρική το πρωτογεωμετρικό
      γενική του πρωτογεωμετρικού της πρωτογεωμετρικής του πρωτογεωμετρικού
    αιτιατική τον πρωτογεωμετρικό την πρωτογεωμετρική το πρωτογεωμετρικό
     κλητική πρωτογεωμετρικέ πρωτογεωμετρική πρωτογεωμετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτογεωμετρικοί οι πρωτογεωμετρικές τα πρωτογεωμετρικά
      γενική των πρωτογεωμετρικών των πρωτογεωμετρικών των πρωτογεωμετρικών
    αιτιατική τους πρωτογεωμετρικούς τις πρωτογεωμετρικές τα πρωτογεωμετρικά
     κλητική πρωτογεωμετρικοί πρωτογεωμετρικές πρωτογεωμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Πρωτογεωμετρικός αμφορέας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτογεωμετρικός < πρωτο- + γεωμετρικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτογεωμετρικός, -η, -ο

  • που ανήκει στην πρώτη περίοδο της γεωμετρικής εποχής της αρχαίας Ελλάδας (ενδεικτικά μεταξύ 1050 ΠΚΕ έως 900 ΠΚΕ)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία