Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτογεωμετρικός η πρωτογεωμετρική το πρωτογεωμετρικό
      γενική του πρωτογεωμετρικού της πρωτογεωμετρικής του πρωτογεωμετρικού
    αιτιατική τον πρωτογεωμετρικό την πρωτογεωμετρική το πρωτογεωμετρικό
     κλητική πρωτογεωμετρικέ πρωτογεωμετρική πρωτογεωμετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτογεωμετρικοί οι πρωτογεωμετρικές τα πρωτογεωμετρικά
      γενική των πρωτογεωμετρικών των πρωτογεωμετρικών των πρωτογεωμετρικών
    αιτιατική τους πρωτογεωμετρικούς τις πρωτογεωμετρικές τα πρωτογεωμετρικά
     κλητική πρωτογεωμετρικοί πρωτογεωμετρικές πρωτογεωμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτογεωμετρικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πρωτογεωμετρικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία