πρωτοβλάστη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρωτοβλάστη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική protoblast < αρχαία ελληνική πρώτος + βλάστη / βλαστός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρωτοβλάστη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτοβλάστη
|