προχθεσινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προχθεσινός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπροχθεσινός, -ή, -ό
- που έγινε, πραγματοποιήθηκε ή φτιάχτηκε προχθές
- προχθεσινός αγώνας, προχθεσινό ψωμί
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προχθεσινός