Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προχθεσινός η προχθεσινή το προχθεσινό
      γενική του προχθεσινού της προχθεσινής του προχθεσινού
    αιτιατική τον προχθεσινό την προχθεσινή το προχθεσινό
     κλητική προχθεσινέ προχθεσινή προχθεσινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προχθεσινοί οι προχθεσινές τα προχθεσινά
      γενική των προχθεσινών των προχθεσινών των προχθεσινών
    αιτιατική τους προχθεσινούς τις προχθεσινές τα προχθεσινά
     κλητική προχθεσινοί προχθεσινές προχθεσινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προχθεσινός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

προχθεσινός, -ή, -ό

  • που έγινε, πραγματοποιήθηκε ή φτιάχτηκε προχθές
    προχθεσινός αγώνας, προχθεσινό ψωμί


Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία