προταθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προταθείς & προταθέντας |
η | προταθείσα | το | προταθέν |
γενική | του | προταθέντος & προταθέντα |
της | προταθείσας & προταθείσης* |
του | προταθέντος |
αιτιατική | τον | προταθέντα | την | προταθείσα | το | προταθέν |
κλητική | προταθείς & προταθέντα |
προταθείσα | προταθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προταθέντες | οι | προταθείσες | τα | προταθέντα |
γενική | των | προταθέντων | των | προταθεισών | των | προταθέντων |
αιτιατική | τους | προταθέντες | τις | προταθείσες | τα | προταθέντα |
κλητική | προταθέντες | προταθείσες | προταθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προταθείς < αρχαία ελληνική προταθείς < προτείνω (από τη μετοχή παθ. αορίστου προετάθην, προταθείς, προταθεῖσα, προταθέν)
Μετοχή
επεξεργασίαπροταθείς, προταθείσα, προταθέν
- που έχει προταθεί γενικά κατά το παρελθόν, λόγιο συνώνυμο του προτεινόμενος (το τελευταίο παραπέμπει σε μία πρόσφατη, τρέχουσα πρόταση, που μόλις έγινε ή γίνεται αυτή τη στιγμή)
- που έχει προταθεί για μία συγκεκριμένη θέση, ο υποψήφιος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασία(να, όταν) προταθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής αορίστου του ρήματος προτείνομαι