↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσωπόμετρο τα προσωπόμετρα
      γενική του προσωπόμετρου
προσωπομέτρου
των προσωπόμετρων
προσωπομέτρων
    αιτιατική το προσωπόμετρο τα προσωπόμετρα
     κλητική προσωπόμετρο προσωπόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσωπόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prosopometer < αρχαία ελληνική πρόσωπον + μέτρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσωπόμετρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία