Δείτε επίσης: προσωποκρατία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωποκράτηση οι προσωποκρατήσεις
      γενική της προσωποκράτησης* των προσωποκρατήσεων
    αιτιατική την προσωποκράτηση τις προσωποκρατήσεις
     κλητική προσωποκράτηση προσωποκρατήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσωποκρατήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσωποκράτηση < πρόσωπο + -ο- + κράτηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσωποκράτηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία