προσωποκράτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσωποκράτηση | οι | προσωποκρατήσεις |
γενική | της | προσωποκράτησης* | των | προσωποκρατήσεων |
αιτιατική | την | προσωποκράτηση | τις | προσωποκρατήσεις |
κλητική | προσωποκράτηση | προσωποκρατήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσωποκρατήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροσωποκράτηση θηλυκό
- (νομικός όρος) η προσωρινή φυλάκιση ή προφυλάκιση κάποιου, για να αναγκαστεί να εκπληρώσει τις οικονομικές ή άλλες υποχρεώσεις του (προς τον δανειστή ή άλλον)
- ⮡ Περιφρόνηση προς την αξία του ανθρώπου έχουμε με την προσωποκράτηση του ιδιώτη από το κράτος για χρέη προς το δημόσιο