Ετυμολογία

επεξεργασία
προσωποκρατώ < προσωποκράτηση + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

προσωποκρατώ (παθητική φωνή: προσωποκρατούμαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία