Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσληπτέος η προσληπτέα το προσληπτέο
      γενική του προσληπτέου της προσληπτέας του προσληπτέου
    αιτιατική τον προσληπτέο την προσληπτέα το προσληπτέο
     κλητική προσληπτέε προσληπτέα προσληπτέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσληπτέοι οι προσληπτέες τα προσληπτέα
      γενική των προσληπτέων των προσληπτέων των προσληπτέων
    αιτιατική τους προσληπτέους τις προσληπτέες τα προσληπτέα
     κλητική προσληπτέοι προσληπτέες προσληπτέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσληπτέος < αρχαία ελληνική προσληπτέος

  Επίθετο επεξεργασία

προσληπτέος, -α, -ο

  • που πρέπει να προσληφθεί, έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα ή έχει πετύχει σε διαγωνισμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία