προσληπτέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσληπτέος < αρχαία ελληνική προσληπτέος
Επίθετο
επεξεργασίαπροσληπτέος, -α, -ο
- που πρέπει να προσληφθεί, έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα ή έχει πετύχει σε διαγωνισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσληπτέος
|