προσλαλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσλαλιά | οι | προσλαλιές |
γενική | της | προσλαλιάς | των | προσλαλιών |
αιτιατική | την | προσλαλιά | τις | προσλαλιές |
κλητική | προσλαλιά | προσλαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσλαλιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσλαλιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσλαλιά
|