προσάρμοση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσάρμοση | οι | προσαρμόσεις |
γενική | της | προσάρμοσης* | των | προσαρμόσεων |
αιτιατική | την | προσάρμοση | τις | προσαρμόσεις |
κλητική | προσάρμοση | προσαρμόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσαρμόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσάρμοση < προσαρμόζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσάρμοση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσαρμόζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσάρμοση
|