προγονή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προγονή | οι | προγονές |
γενική | της | προγονής | των | προγονών |
αιτιατική | την | προγονή | τις | προγονές |
κλητική | προγονή | προγονές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προγονή < προγονός + -ή < μεσαιωνική ελληνική προγονός[1] < αρχαία ελληνική πρόγονος < πρό + γίγνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρογονή θηλυκό (αρσενικό προγονός)
- η κόρη τού / τής συζύγου κάποιας / κάποιου από προηγούμενο γάμο ή σχέση
Μεταφράσεις
επεξεργασία προγονή
Πηγές
επεξεργασία- προγονός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προγονός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προγονός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)