προαυλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προαυλισμός (νεολογισμός) < προαυλίζομαι + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροαυλισμός αρσενικό
- (νεολογισμός, λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προαυλίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία προαυλισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- προαυλισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προαυλισμός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr