προαυλίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προαυλίζομαι < ελληνιστική κοινή προαυλίζομαι ή προαύλιο + -ίζομαι
Ρήμα
επεξεργασίαπροαυλίζομαι[1] (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) βγαίνω από κάποιον κλειστό χώρο στην αυλή ενός κτηρίου, στο προαύλιο
- ※ Μένει 23 ώρες το 24ωρο σ’ ένα μικρό κελί, επιτρέπεται να βγαίνει μία ώρα τη μέρα για να προαυλίζεται μόνος του σε περιορισμένο χώρο και να ασκείται τρεις φορές την εβδομάδα. (Εφημερίδα των Συντακτών, 10/6/2015)
Συγγενικά
επεξεργασία- προαυλισμός
- → δείτε τις λέξεις προαύλιο και αυλή
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προαυλίζομαι | προαυλιζόμουν(α) | θα προαυλίζομαι | να προαυλίζομαι | ||
β' ενικ. | προαυλίζεσαι | προαυλιζόσουν(α) | θα προαυλίζεσαι | να προαυλίζεσαι | (προαυλίζου) | |
γ' ενικ. | προαυλίζεται | προαυλιζόταν(ε) | θα προαυλίζεται | να προαυλίζεται | ||
α' πληθ. | προαυλιζόμαστε | προαυλιζόμαστε προαυλιζόμασταν |
θα προαυλιζόμαστε | να προαυλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προαυλίζεστε | προαυλιζόσαστε προαυλιζόσασταν |
θα προαυλίζεστε | να προαυλίζεστε | (προαυλίζεστε) | |
γ' πληθ. | προαυλίζονται | προαυλίζονταν προαυλιζόντουσαν |
θα προαυλίζονται | να προαυλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προαυλίστηκα | θα προαυλιστώ | να προαυλιστώ | προαυλιστεί | ||
β' ενικ. | προαυλίστηκες | θα προαυλιστείς | να προαυλιστείς | προαυλίσου | ||
γ' ενικ. | προαυλίστηκε | θα προαυλιστεί | να προαυλιστεί | |||
α' πληθ. | προαυλιστήκαμε | θα προαυλιστούμε | να προαυλιστούμε | |||
β' πληθ. | προαυλιστήκατε | θα προαυλιστείτε | να προαυλιστείτε | προαυλιστείτε | ||
γ' πληθ. | προαυλίστηκαν προαυλιστήκαν(ε) |
θα προαυλιστούν(ε) | να προαυλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προαυλιστεί | είχα προαυλιστεί | θα έχω προαυλιστεί | να έχω προαυλιστεί | προαυλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προαυλιστεί | είχες προαυλιστεί | θα έχεις προαυλιστεί | να έχεις προαυλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προαυλιστεί | είχε προαυλιστεί | θα έχει προαυλιστεί | να έχει προαυλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προαυλιστεί | είχαμε προαυλιστεί | θα έχουμε προαυλιστεί | να έχουμε προαυλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προαυλιστεί | είχατε προαυλιστεί | θα έχετε προαυλιστεί | να έχετε προαυλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προαυλιστεί | είχαν προαυλιστεί | θα έχουν προαυλιστεί | να έχουν προαυλιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προαυλίζομαι
|
- ↑ προαυλίζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)