Ετυμολογία

επεξεργασία
προαυλίζομαι < ελληνιστική κοινή προαυλίζομαι ή προαύλιο + -ίζομαι

προαυλίζομαι[1] (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. προαυλίζομαιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)