Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προανάκρουση οι προανακρούσεις
      γενική της προανάκρουσης* των προανακρούσεων
    αιτιατική την προανάκρουση τις προανακρούσεις
     κλητική προανάκρουση προανακρούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προανακρούσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προανάκρουση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προανάκρουσις < (προανακρούομαι)[1].

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προανάκρουση θηλυκό

  1. (λόγιο) άλλη μορφή του προανάκρουσμα
  2. (μουσική) είδος ξένου φθόγγου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. προανάκρουση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.