Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προανακρούσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προανακρούω
  2. θα προανακρούσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προανακρούω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

προανακρούσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προανάκρουση