Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προανακρούω < ελληνιστική προανακρούω < προ- (από πριν) + ἀνα- + κρούω (χτυπώ)

  Ρήμα επεξεργασία

προανακρούω

οι σημερινές διαφωνίες προανακρούουν μια γενικότερη ρήξη στη σχέση μας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία