Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πριονισμός οι πριονισμοί
      γενική του πριονισμού των πριονισμών
    αιτιατική τον πριονισμό τους πριονισμούς
     κλητική πριονισμέ πριονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριονισμός < πριονίζω + -μός < ελληνιστική κοινή πριονίζω < πριόνιον < αρχαία ελληνική πρίων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πριονισμός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πριονισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)