γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πριάμενος πριαμένη τὸ πριάμενον
      γενική τοῦ πριαμένου τῆς πριαμένης τοῦ πριαμένου
      δοτική τῷ πριαμέν τῇ πριαμέν τῷ πριαμέν
    αιτιατική τὸν πριάμενον τὴν πριαμένην τὸ πριάμενον
     κλητική ! πριάμενε πριαμένη πριάμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πριάμενοι αἱ πριάμεναι τὰ πριάμεν
      γενική τῶν πριαμένων τῶν πριαμένων τῶν πριαμένων
      δοτική τοῖς πριαμένοις ταῖς πριαμέναις τοῖς πριαμένοις
    αιτιατική τοὺς πριαμένους τὰς πριαμένᾱς τὰ πριάμεν
     κλητική ! πριάμενοι πριάμεναι πριάμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πριαμένω τὼ πριαμέν τὼ πριαμένω
      γεν-δοτ τοῖν πριαμένοιν τοῖν πριαμέναιν τοῖν πριαμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυσάμενος' όπως «λυσάμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πριάμενος, -η, -ον

  • → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) ... του πρίαμαι που χρησιμποιείται και ως .... για το ρήμα ὠνέομαι / ὠνοῦμαι
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 94.3
    οἱ δὲ πριάμενοι παρὰ τῶν ἐκτημένων διδοῦσί οἱ τὰ εἵλετο.
    κι οι άλλοι αγόρασαν απ᾽ τους ιδιοχτήτες και του δίνουν τα όσα διάλεξε.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 314a
    σιτία μὲν γὰρ καὶ ποτὰ πριάμενον παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου ἔξεστιν ἐν ἄλλοις ἀγγείοις ἀποφέρειν, καὶ πρὶν δέξασθαι αὐτὰ εἰς τὸ σῶμα πιόντα ἢ φαγόντα, καταθέμενον οἴκαδε ἔξεστιν συμβουλεύσασθαι, παρακαλέσαντα τὸν ἐπαΐοντα, ὅτι τε ἐδεστέον ἢ ποτέον καὶ ὅτι μή, καὶ ὁπόσον καὶ ὁπότε·
    Γιατί, όταν αγοράσεις τρόφιμα και ποτά από τον μικρέμπορο και το μεγαλέμπορο, μπορείς να τα μεταφέρεις σε ξεχωριστά αγγεία και, πριν τα βάλεις στο σώμα σου τρώγοντας ή πίνοντάς τα, μπορείς να τ᾽ αποθηκέψεις στο σπίτι σου και να καλέσεις τον ειδικό να σου δώσει συμβουλή — τί τρώγεται ή τί πίνεται, και τί όχι, σε ποιά ποσότητα και πότε·
    Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr