Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρεσάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πρεσάρισμα
τα
πρεσαρίσμα
τ
α
γενική
του
πρεσαρίσμα
τ
ος
των
πρεσαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
πρεσάρισμα
τα
πρεσαρίσμα
τ
α
κλητική
πρεσάρισμα
πρεσαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρεσάρισμα
<
πρεσάρω
+
-μα
<
ιταλική
pressare
<
λατινική
pressare
<
presso
<
premo
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πρεσάρισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
πρεσάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρεσάρισμα