πραξεολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πραξεολογικός < πραξεολογ(ία) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
πραξεολογικός, -ή, -ό
- μελετάμε για το πώς λειτουργεί ένα φαινόμενο, γιατί λειτουργεί τοιουτοτρόπως και αν υπάρχει άλλος τρόπος λειτουργίας ποιος είναι αυτός
Μεταφράσεις επεξεργασία
πραξεολογικός
|