πρέκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρέκι | τα | πρέκια |
γενική | του | πρεκιού | των | πρεκιών |
αιτιατική | το | πρέκι | τα | πρέκια |
κλητική | πρέκι | πρέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρέκι < άγνωστης ετυμολογίας [1]
- Εκδοχές: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; [2][3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾe.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρέ‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρέκι ουδέτερο
- οριζόντιο δοκάρι που τοποθετείται σε άνοιγμα για να στηρίξει οτιδήποτε βρίσκεται πιο πάνω, όπως:
- τον τοίχο, πάνω από πόρτα ή παράθυρο
- την οροφή, πάνω από δωμάτιο
Εκφράσεις
επεξεργασία- αλλάζω τα πρέκια (κάποιου) / γαμώ τα πρέκια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πρέκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πρέκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)