linteau
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- linteau < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
linteau | linteaux |
linteau (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) το ανώφλι, το υπέρθυρο, το πρέκι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
linteau | linteaux |
linteau (fr) αρσενικό