Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πούλουδο τα πούλουδα
      γενική του πούλουδου των πούλουδων
    αιτιατική το πούλουδο τα πούλουδα
     κλητική πούλουδο πούλουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πούλουδο < ίσως από συμφυρμό των λέξεων πούπουλο και λούλουδο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πούλουδο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία