πούλουδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πούλουδο | τα | πούλουδα |
γενική | του | πούλουδου | των | πούλουδων |
αιτιατική | το | πούλουδο | τα | πούλουδα |
κλητική | πούλουδο | πούλουδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπούλουδο ουδέτερο
- λουλούδι, άνθος
- ※ Ηὕρες πούλουδο νὰ πάρης μέλι! (Β. 109, 248). (Πολίτης, Νικόλαος, Παροιμίαι, τόμος γ΄, σ. 285)
- ※ Βλ. ἀρ. 59. Πούλουδο το ἄνθος· ἡ ἐτυμολογία ἄγνωστος· (πρβλ. Κοραῆ Ἄτ[ακτα]. τ. Δ΄ σ. 454)
- ※ Λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι (Διονύσιος Σολωμός, Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι/σχεδίασμα Γ, 2)
- ※ Οὔτε κάν σαλεύανε οἱ θεόρατες μαγνόλιες τοῦ μεγάλου πρεβολιοῦ. Τά κερένια πούλουδά τους, μεγάλα σάν ἕνα χέρι, μοσκοβολούσανε μές στόν πηχτό ἀγέρα πιό βαριά κι ἀπ’ τό λεμονανθό τήν ἄνοιξη… (Κοσμάς Πολίτης, Στοῦ Χατζηφράγκου)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Πουλουδιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία πούλουδο
|