Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πουρινεργικός η πουρινεργική το πουρινεργικό
      γενική του πουρινεργικού της πουρινεργικής του πουρινεργικού
    αιτιατική τον πουρινεργικό την πουρινεργική το πουρινεργικό
     κλητική πουρινεργικέ πουρινεργική πουρινεργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πουρινεργικοί οι πουρινεργικές τα πουρινεργικά
      γενική των πουρινεργικών των πουρινεργικών των πουρινεργικών
    αιτιατική τους πουρινεργικούς τις πουρινεργικές τα πουρινεργικά
     κλητική πουρινεργικοί πουρινεργικές πουρινεργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουρινεργικός < αγγλική purinergic < purine + -ergic, Μορφολογικά αναλύεται σε πουρίν(η) + -εργικός

  Επίθετο επεξεργασία

πουρινεργικός, -ή, -ό

  • (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της πουρίνης
    ※  Στην παρούσα Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία μελετήθηκε ο πουρινεργικός υποδοχέας Ρ2Χ7, ο οποίος ενεργοποιείται παρουσία ΑΤΡ και μετατρέπεται σε έναν μη επιλεκτικό ιονοτροπικό δίαυλο κατιόντων (Αλέξιος Παπακώστας, Χρήση υπολογιστικών εργαλείων για το σχεδιασμό ανταγωνιστών του υποδοχέα Ρ2Χ7 κατά της ενεργοποίησης του φλεγμονοσώματος (inflammasome), Πανεπιστήμιο Πατρών, 2017 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία