πουλιάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πουλιάνα < πρωτοσλαβική *poľana[1] (λιβάδι, ξέφωτο) < *poľe < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂- (επίπεδος, ευρύς)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουλιάνα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Παροιμίες επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πουλιάνα
|