πουλάκιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πουλάκιας | οι | πουλάκηδες |
γενική | του | πουλάκια | των | πουλάκηδων |
αιτιατική | τον | πουλάκια | τους | πουλάκηδες |
κλητική | πουλάκια | πουλάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πουλάκιας (νεολογισμός) < πουλ(ί) + -άκιας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /puˈla.cas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐λά‐κιας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπουλάκιας αρσενικό
- (προφορικό, ορνιθολογία) αυτός που ασχολείται συστηματικά με την παρατήρηση των πουλιών
- ※ Στις 27 Σεπτεμβρίου ο Γιώργος Μαμώλης, κάτοικος περιοχής της Μυτιλήνης ανέβασε στο Facebook μια φωτογραφία με το κινητό του από μια παράξενη δεκαοχτούρα. Ο Στέλιος Ζαννέτος (υποψήφιος διδάκτορας στο τμήματος Περιβάλλοντος και δεινός «πουλάκιας») την παρατήρησε και μοιράστηκε τα νέα στην ομάδα […] Η εμφάνιση φοινικοτρύγονου στην Ελλάδα ήταν μια μεγάλη είδηση.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πουλάκιας
|