πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκαοχτούρα οι δεκαοχτούρες
      γενική της δεκαοχτούρας των δεκαοχτούρων
    αιτιατική τη δεκαοχτούρα τις δεκαοχτούρες
     κλητική δεκαοχτούρα δεκαοχτούρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δεκαοχτούρα

Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκαοχτούρα < δεκαοχτώ (ονομάζεται δεκαοχτούρα, γιατί μερικά περιστέρια κελαηδούν σαν να λένε δεκαοχτώ)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεκαοχτούρα θηλυκό

  • (ηχομημητική λέξη) είδος περιστεριού (Streptopelia decaocto) με μαύρη λωρίδα στο λαιμό

Μεταφράσεις

επεξεργασία