Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποτηροτρύπανο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ποτηροτρύπαν
ο
τα
ποτηροτρύπαν
α
γενική
του
ποτηροτρύπαν
ου
των
ποτηροτρύπαν
ων
αιτιατική
το
ποτηροτρύπαν
ο
τα
ποτηροτρύπαν
α
κλητική
ποτηροτρύπαν
ο
ποτηροτρύπαν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποτηροτρύπανο
<
ποτήρ(ι)
+
-ο-
+
τρυπάν(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποτηροτρύπανο
ουδέτερο
εξάρτημα
για
δράπανο
που χρησιμεύει στο άνοιγμα
κυλινδρικών
οπών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποτηροτρύπανο