ποτάσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποτάσα | οι | ποτάσες |
γενική | της | ποτάσας | των | ποτασών |
αιτιατική | την | ποτάσα | τις | ποτάσες |
κλητική | ποτάσα | ποτάσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποτάσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική potassa < γαλλική potasse < παλαιά ολλανδικά potaschen (= οι στάχτες ανθρακικού καλίου που συλλέγονταν σε ένα καζάνι, σύμφωνα με μια παλιά μέθοδο παραγωγής)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποτάσα θηλυκό
- εμπειρική ονομασία του ανθρακικού καλίου (K2CO3)
- (κατ’ επέκταση) το χημικό στοιχείο κάλιο (K)
- Λίπασμα πλούσιο σε ποτάσα.
- (κατ’ επέκταση) το υδροξείδιο του καλίου (KOH), επίσης γνωστό ως «καυστική ποτάσα»
- Η ποτάσα κάνει το καλύτερο σαπούνι.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ποτάσα στη Βικιπαίδεια