Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποσοτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Αντώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ποσοτικ
ός
η
ποσοτικ
ή
το
ποσοτικ
ό
γενική
του
ποσοτικ
ού
της
ποσοτικ
ής
του
ποσοτικ
ού
αιτιατική
τον
ποσοτικ
ό
την
ποσοτικ
ή
το
ποσοτικ
ό
κλητική
ποσοτικ
έ
ποσοτικ
ή
ποσοτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ποσοτικ
οί
οι
ποσοτικ
ές
τα
ποσοτικ
ά
γενική
των
ποσοτικ
ών
των
ποσοτικ
ών
των
ποσοτικ
ών
αιτιατική
τους
ποσοτικ
ούς
τις
ποσοτικ
ές
τα
ποσοτικ
ά
κλητική
ποσοτικ
οί
ποσοτικ
ές
ποσοτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποσοτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ποσοτικός, -ή, -ό
που αφορά ή
παραπέμπει
σε ποσότητες ή ποσά
Αντώνυμα
επεξεργασία
ποιοτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποσοτικός
πολωνικά
:
ilościowy
(pl)