πορτοκαλόχρους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | πορτοκαλόχρους | το | πορτοκαλόχρουν | ||
γενική | του/της | πορτοκαλόχρου | του | πορτοκαλόχρου | ||
αιτιατική | τον/την | πορτοκαλόχρου | το | πορτοκαλόχρουν | ||
κλητική | πορτοκαλόχρους* | πορτοκαλόχρουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | πορτοκαλόχροες | τα | πορτοκαλόχροα | ||
γενική | των | πορτοκαλοχρόων | των | πορτοκαλοχρόων | ||
αιτιατική | τους/τις | πορτοκαλόχροες | τα | πορτοκαλόχροα | ||
κλητική | πορτοκαλόχροες | πορτοκαλόχροα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πορτοκαλόχρους < πορτοκαλ(ί) + -ό- + -χρους
Επίθετο
επεξεργασίαπορτοκαλόχρους, -ους, -ουν
- (χρώμα) που έχει χρώμα παρόμοιο με αυτό του πορτοκαλιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία πορτοκαλόχρους
|