Δείτε επίσης: Πομόνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πομόνα οι πομόνες
      γενική της πομόνας
    αιτιατική την πομόνα τις πομόνες
     κλητική πομόνα πομόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πομόνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Pomona (σήμα κατατεθέν[1] αμερικανικής εταιρείας που έφτιαχνε αντλίες (Pomona Pump Co.)[2] < ομώνυμη αμερικάνικη πόλη < λατινική Pomona (Πομόνα, ρωμαϊκή θεότητα) < pomum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πομόνα θηλυκό

  • ονομασία κάθε στροβιλαντλίας νερού που είναι ικανή να παρέχει μεγάλες ποσότητες και από αρκετό βάθος

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία