Πομόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πομόνα | ||
γενική | της | Πομόνας | ||
αιτιατική | την | Πομόνα | ||
κλητική | Πομόνα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πομόνα < (λόγιο δάνειο) λατινική Pomona < pomum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (τροφή)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠομόνα θηλυκό
- (ρωμαϊκή μυθολογία, θεωνύμιο) θεά των καρποφόρων δέντρων, των κήπων και των οπωρώνων