πομάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πομάδα | οι | πομάδες |
γενική | της | πομάδας | των | πομάδων |
αιτιατική | την | πομάδα | τις | πομάδες |
κλητική | πομάδα | πομάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πομάδα < (άμεσο δάνειο) αγγλική pomade < μέση γαλλική pommade
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπομάδα θηλυκό