Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύγραμμος η πολύγραμμη το πολύγραμμο
      γενική του πολύγραμμου της πολύγραμμης του πολύγραμμου
    αιτιατική τον πολύγραμμο την πολύγραμμη το πολύγραμμο
     κλητική πολύγραμμε πολύγραμμη πολύγραμμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύγραμμοι οι πολύγραμμες τα πολύγραμμα
      γενική των πολύγραμμων των πολύγραμμων των πολύγραμμων
    αιτιατική τους πολύγραμμους τις πολύγραμμες τα πολύγραμμα
     κλητική πολύγραμμοι πολύγραμμες πολύγραμμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύγραμμος < πολύ- + -γραμμος

  Επίθετο επεξεργασία

πολύγραμμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία