↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολφικός η πολφική το πολφικό
      γενική του πολφικού της πολφικής του πολφικού
    αιτιατική τον πολφικό την πολφική το πολφικό
     κλητική πολφικέ πολφική πολφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολφικοί οι πολφικές τα πολφικά
      γενική των πολφικών των πολφικών των πολφικών
    αιτιατική τους πολφικούς τις πολφικές τα πολφικά
     κλητική πολφικοί πολφικές πολφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολφικός < πολφός + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολφικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον πολφό, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία