↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυύμνητος η πολυύμνητη το πολυύμνητο
      γενική του πολυύμνητου της πολυύμνητης του πολυύμνητου
    αιτιατική τον πολυύμνητο την πολυύμνητη το πολυύμνητο
     κλητική πολυύμνητε πολυύμνητη πολυύμνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυύμνητοι οι πολυύμνητες τα πολυύμνητα
      γενική των πολυύμνητων των πολυύμνητων των πολυύμνητων
    αιτιατική τους πολυύμνητους τις πολυύμνητες τα πολυύμνητα
     κλητική πολυύμνητοι πολυύμνητες πολυύμνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυύμνητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυύμνητος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία