πολυχρόνιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυχρόνιση | οι | πολυχρονίσεις |
γενική | της | πολυχρόνισης* | των | πολυχρονίσεων |
αιτιατική | την | πολυχρόνιση | τις | πολυχρονίσεις |
κλητική | πολυχρόνιση | πολυχρονίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυχρονίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυχρόνιση < πολυχρονίζω + -ση ή μεσαιωνική ελληνική πολυχρόνησις[1] < ελληνιστική κοινή πολυχρονίζω < αρχαία ελληνική πολύς + χρόνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυχρόνιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πολυχρονίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυχρόνιση
|
- ↑ πολυχρόνησις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)