πολυχρωμισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυχρωμισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polychromism < αρχαία ελληνική πολύς + χρῶμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυχρωμισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του πολυχρωμία
- η ικανότητα σχηματισμού χρωστικών ποικίλων χρωμάτων από διάφορα μικρόβια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυχρωμισμός