πολυχάπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολυχάπι | τα | πολυχάπια |
γενική | του | πολυχαπιού | των | πολυχαπιών |
αιτιατική | το | πολυχάπι | τα | πολυχάπια |
κλητική | πολυχάπι | πολυχάπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.liˈxa.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐χά‐πι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυχάπι ουδέτερο
- (νεολογισμός, ιατρική) χάπι με δυνατότητα ίασης πολλαπλών νοσημάτων
- ※ Τα εμφράγματα, τα εγκεφαλικά και τα άλλα καρδιαγγειακά περιστατικά μπορούν να μειωθούν κατά 20% χάρη στη χρήση ενός πολυχαπιού που συνδυάζει τέσσερα φάρμακα για την υπέρταση και τη χοληστερίνη. (Ένα «πολυχάπι» μαζί με ασπιρίνη μειώνει εμφράγματα και εγκεφαλικά έως 40% - Τι έδειξε μελέτη, Πρώτο Θέμα, 16 Νοεμβρίου 2020)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυχάπι
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr