πολυφυλετισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πολυφυλετισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyphyletism < αρχαία ελληνική πολύς + φυλή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πολυφυλετισμός αρσενικό
- (κοινωνιολογία) η παρουσία πολλών φυλών σε μια κοινωνία
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυφυλετισμός