Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυτοκία οι πολυτοκίες
      γενική της πολυτοκίας
    αιτιατική την πολυτοκία τις πολυτοκίες
     κλητική πολυτοκία πολυτοκίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυτοκία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυτοκία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυτοκία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία