πολυπυρηνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολυπυρηνικός, -ή, -ό
- (βιολογία) αυτός που φέρει περισσότερους από ένα πυρήνες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυπυρηνικός
|
πολυπυρηνικός, -ή, -ό
|