↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυπυρηνικός η πολυπυρηνική το πολυπυρηνικό
      γενική του πολυπυρηνικού της πολυπυρηνικής του πολυπυρηνικού
    αιτιατική τον πολυπυρηνικό την πολυπυρηνική το πολυπυρηνικό
     κλητική πολυπυρηνικέ πολυπυρηνική πολυπυρηνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυπυρηνικοί οι πολυπυρηνικές τα πολυπυρηνικά
      γενική των πολυπυρηνικών των πολυπυρηνικών των πολυπυρηνικών
    αιτιατική τους πολυπυρηνικούς τις πολυπυρηνικές τα πολυπυρηνικά
     κλητική πολυπυρηνικοί πολυπυρηνικές πολυπυρηνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυπυρηνικός < πολύ + πυρηνικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυπυρηνικός, -ή, -ό

  • (βιολογία) αυτός που φέρει περισσότερους από ένα πυρήνες

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία