πολυπλάνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυπλάνητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπολυπλάνητος, -η, -ο
- που έχει περιπλανηθεί πολύ, που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυπλάνητος
|
πολυπλάνητος, -η, -ο
|