πολυολεφίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπολυολεφίνη θηλυκό
- κατηγορία πολυμερών που έχουν παραχθεί από ολεφίνες, όπως το πολυαιθυλένιο (παραγόμενο από την ολεφίνη αιθυλένιο) και το πολυπροπυλένιο (παραγόμενο από την ολεφίνη προπυλένιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυολεφίνη