πολυμετοχικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυμετοχικότητα (νεολογισμός) < πολυμετοχικ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυμετοχικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός, οικονομία) κατάσταση κατά την οποία μια εταιρεία έχει πολλούς μετόχους
Συγγενικά
επεξεργασία- πολυμετοχικός
- → και δείτε τις λέξεις πολύ και μετέχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυμετοχικότητα
|
Πηγές
επεξεργασία- πολυμετοχικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολυμετοχικότητα - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr